ἐναποθλίβω

ἐναποθλίβω
ἐναπο-θλίβω [pron. full] [ῑ],
A squeeze in, ib.541 (s. v. l.), Archig.(?)ap.Gal.12.858:—[voice] Pass., Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).148.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εναποθλίβω — ἐναποθλίβω (AM) συμπιέζω με κάτι ή μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”